- πόθε
- πόθοςlongingmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πόθε — Πόθος longing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθ' — Πόθε , Πόθος longing masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθές — Ν επίρρ. 1. σε κάποιο μέρος, σε κάποιον τόπο 2. (με άρνηση) πουθενά, σε κανένα μέρος («σ φρόνεψι ταίρι ποθές δεν έχει», Ερωτοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. πόθε / ποθέ, κατά τα χθες, εψές] … Dictionary of Greek
επίβουλος — η, ο (AM ἐπίβουλος, ον) [επιβουλεύω] 1. (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει κακό και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον 2. (για ενέργειες, πράξεις κ.λπ.) ύπουλος, δόλιος (« πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβουλα … Dictionary of Greek
Hypothenar — Hypo|the̱nar [aus gr. ὑποϑεναρ, Gen.: ὑποϑεναρος = Handfläche unter dem Ballen] s; s: Kleinfingerballen am äußeren Rand der Mittelhand (v.Hypothenara. Muskelgewebe) … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
πόθ' — πόθι , πόθι where? indeclform (adverb) πόθε , πόθος longing masc voc sg πότε , πότε when? at what time? indeclform (interrog) πότα , πότης drinker masc voc sg πότα , πότης drinker masc nom sg (epic) πότι , πότης drinker fem voc sg πόται , πότης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)